- λέξη
- η (AM λέξις)1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει κυρίως», Πολ.)2. φρ. «κατά λέξη» ή «κατὰ λέξιν» ή «αὐταῑς λέξεσι» — αυτολεξείνεοελλ.1. η γραπτή παράσταση τής λέξης («μού έσβησε μόνο μια λέξη από το κείμενο»)2. (πληροφ.) στοιχειώδης μονάδα χωρητικότητας τής μνήμης ενός υπολογιστή, απαρτιζόμενη από αλληλουχία δυαδικών ψηφίων ή χαρακτήρων που αποτελούν μια ενότητα3. φρ. α) «κατά λέξη μετάφραση» ή «κατά λέξη ερμηνεία» — η μετάφραση ή η ερμηνεία η οποία ακολουθεί τη σειρά τών λέξεων τού πρωτοτύπου και τίς αποδίδει πιστά, σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη απόδοσηβ) «επί λέξει» — αυτολεξείγ) «λέξη προς λέξη» — με κάθε λεπτομέρεια, καταλεπτώςδ) «μην πεις λέξη» ή «μην βγάλεις λέξη» — σιωπή!ε) «παίζω με τις λέξεις» — κάνω λογοπαίγνια, χρησιμοποιώ διαφορετικές λέξεις για να πω το ίδιο πράγμαστ) «με μια λέξη» ή «με δυο λέξεις» ή «με λίγες λέξεις» — σύντομα, με συντομία λόγουμσν.-αρχ.1. ο χαρακτήρας τού λόγου κάποιου, το λεκτικό, το ύφος («μηδένα λόγον αὐτῶν μηδὲ τὴν λέξιν ἐπαινεῑν», Ισοκρ.)2. διήγηση3. κεφάλαιο διήγησης4. γλώσσα έθνους ή ομάδας ανθρώπωναρχ.1. ομιλία, λόγος («ἐπειδὰν ἀφίκηται ἐν τῇ διηγήσει ἐπὶ λέξιν τινὰ ἢ πρᾱξιν», Πλάτ.)2. σπάνιος όρος που χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση με άλλον γνωστότερο3. το κείμενο ενός συγγραφέα, σε αντιδιαστολή με την εξήγηση τού κειμένου4. στον πληθ. αἱ λέξειςτο γλωσσάριο5. φρ. «παρά λέξιν» — εσφαλμένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λέκ-σις < *λέγ-σις < λέγ-ω ουσιαστικό δηλωτικό τής ενέργειας τού λέγω (πρβλ. πρᾶξις < πράττω, λύσις < λύω).ΠΑΡ. λεξίδιο(ν), λεξικό(ν), λεξικόςαρχ.λεξείδιον, λεξίδριοννεοελλ.λεξούλα.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λεξιγράφος, λεξιθήραςαρχ.λεξίθηροςνεοελλ.λεξιλογία, λεξιλόγιο. (Β' συνθετικό) νεοελλ. κυβόλεξο, σταυρόλεξο].
Dictionary of Greek. 2013.